- αυτομόληση
- αυτομόληση, η και αυτομολία, ητο να εγκαταλείψει ένας στρατιωτικός τη θέση του και να προσχωρήσει στον εχθρό, ή να απαρνηθεί κάποιος την ιδεολογία του και να προσχωρήσει στην αντίθετή της: Η αυτομόληση γενικά είναι μια πράξη επαίσχυντη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.